Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεσημβρία η [mesimvría] Ο25 : 1. (λόγ.) το μεσημέρι μόνο στις εκφράσεις προ μεσημβρίας ή (π.μ.), πριν από το μεσημέρι και μετά μεσημβρία(ν) ή (μ.μ.), μετά το μεσημέρι, από τις δώδεκα το μεσημέρι και ύστερα: Ώρα 8 π.μ. / μ.μ. Tα καταστήματα λειτουργούν από τις οχτώ π.μ. ως τις τέσσερις μ.μ. 2. (λογοτ.) ο νότος.
[λόγ.: 2: αρχ. μεσημβρία· 1: αρχ. μεσημβρία `μεσημέρι΄ στα μτφρδ. αγγλ. a.m., p.m. < λατ. ante meridiem, post meri diem]