Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεσίτης
1 item total
μεσίτης ο [mesítis] Ο10 θηλ. μεσίτρια [mesítria] Ο27 : αυτός που μεσιτεύει και ιδίως ενεργεί ως ενδιάμεσος μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με στόχο τη σύναψη ορισμένης συμφωνίας, συνήθ. οικονομικού περιεχομένου· (πρβ. μεσάζοντας, μεσάζων): Έβαλε μεσίτη να του βρει διαμέρισμα.

[λόγ. < ελνστ. μεσίτης `μεσολαβητής΄· λόγ. μεσί(της) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go