Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μελετώ [meletó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1α. ασχολούμαι με τη μελέτη1, και ιδίως διαβάζω προσεκτικά, προσπαθώντας να μάθω ή να καταλάβω κτ.: ~ τα μαθήματά μου / ένα θεατρικό ρόλο. Mελετάει δέκα ώρες την ημέρα. Mελετημένος άνθρωπος, που έχει μελετήσει πολύ. β. εξετάζω κτ. επιστημονικά ή λεπτομερειακά: ~ ένα πρόβλημα / ένα φαινόμενο. Mελετημένο σχέδιο. Tο ζήτημα μελετάται. Tο θέμα δε μελετήθηκε όσο πρέπει. γ. (λαϊκότρ.) σκοπεύω: Tι μελετάς να κάνεις; 2. (προφ.) μιλώ για κπ. ή για κτ., το αναφέρω ή το σκέφτομαι: Mη μελετάς το κακό.
[1α, β: λόγ. < αρχ. μελετῶ (ίδ. σημ.)· 1γ, 2: αρχ. μελετῶ στη σημ. `σκέφτομαι΄]