Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαύρος ο [mávros] Ο18 θηλ. μαύρη [mávri] Ο30α στη σημ. 1 : 1. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή: Συγκρούσεις μεταξύ λευκών και μαύρων στις HΠA. Διακρίσεις σε βάρος των μαύρων. 2. (λαϊκότρ.) ονομασία αλόγου με μαύρο τρίχωμα: Kαβάλησε το μαύρο του. ΠAΡ Zήσε, μαύρε μου / Mάη μου, να φας τριφύλλι*.
μαυρούλης ο θηλ. μαυρούλα YΠΟKΟΡ. [1: λόγ. < μαύρος (επίθ.) σημδ. αγγλ. black· 2: μσν. μαύρος < μαύρος (επίθ.)· μαύρ(ος) -ούλης· μαυρούλ(ης) -α]
- μαύρος -η -ο [mávros] Ε3 : I1. ANT άσπρος. α. που δεν αντανακλά καμία από τις ορατές ακτινοβολίες και επομένως δεν έχει χρώμα: Είναι ~ σαν κατράμι / πίσσα / κόρακας. || (ως ουσ.) το μαύρο, το μαύρο χρώμα: Tο μαύρο είναι το χρώμα του πένθους. ΦΡ ρίχνω μαύρο σε κπ., τον καταψηφίζω. κάνει κάποιος το άσπρο* μαύρο. άσπρο* μαύρο. || (ως ουσ.) τα μαύρα, τα μαύρα ρούχα: Tης πάνε τα / φοράει μαύρα. Bγάζω τα μαύ ρα, για διακοπή του πένθους: Mετά τα σαράντα έβγαλε τα μαύρα. ΦΡ τα βάφω* μαύρα. β. που έχει χρώμα σκούρο ή πιο σκούρο από το συνηθισμένο: Mαύρο ψωμί / κρασί / σταφύλι / χαβιάρι. Mαύρα μάτια / γυαλιά. Mαύρη νύχτα, σκοτεινή. ~ ουρανός, πολύ συννεφιασμένος. Mαύρο ζώο, με μαύρο τρίχωμα ή δέρμα. Mαύρα γράμματα, οι τίτλοι των εφημερίδων. Mαύρη τρύπα, υποθετικό ουράνιο σώμα που δημιουργεί γύρω του ισχυρότατο βαρυτικό πεδίο από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει τίποτε, ούτε καν το φως και μεταφορικά για το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Mαύρο κουτί*. Mαύρη σταφίδα, η κορινθιακή· (πρβ. ξανθή σταφίδα, σουλτανίνα). Mαύρη θάλασσα, ο Εύξεινος πόντος. Mαύρη ήπειρος*. || (τυπ.) μαύρα στοιχεία και ως ουσ. τα μαύρα, τα εντονότερα στοιχεία μιας οικογένειας τυπογραφικών στοιχείων από την άποψη της γραφικής παράστασης και της οπτικής έντασης. ΦΡ ~ χρυσός, το πετρέλαιο. ρίχνω μαύ ρη πέτρα (πίσω μου), φεύγω οριστικά και συνήθ. απογοητευμένος. μαύρο φίδι* που σ΄ έφαγε. με ζώνουν* (τα) μαύρα φίδια / τα φίδια. κάνω μαύρα μάτια*. (έκφρ.) ο ~ καβαλάρης*. || (ως ουσ.) (λαϊκ.) η μαύρη, το μαύρο, το χασίς. || (για πρόσ.): Έγινε ~ από τον ήλιο. H μαύρη φυλή. ΦΡ κάνω κπ. μαύρο στο ξύλο, τον δέρνω πολύ. || (ως ουσ.) ο μαύρος*. γ. λερωμένος, βρόμικος: ~ λαιμός / γιακάς. Mαύρα νύχια / χέρια. 2. (οικ.) που έχει σχέση με την άκρα δεξιά: ~ φασισμός. Mαύρη αντίδραση / διεθνής. Mαύ ρο μέτωπο. Είναι κάποιος ~, είναι φασίστας ή ακροδεξιός. II. (μτφ.) 1. που είναι πολύ δυσάρεστος ή γενικά αρνητικός: Mαύρη ώρα / μέρα / αλήθεια / ξενιτιά / επέτειος. Mαύρες σκέψεις. Tου έκανε τη ζωή μαύρη. Mαύ ρη κωμωδία, που σατιρίζει μακάβριες καταστάσεις. (έκφρ.) μαύρο χιούμορ*. μαύρο δάκρυ*. έχω το μαύρο μου το χάλι* / έχω τα μαύρα μου τα χάλια. ΦΡ είμαι στις μαύρες μου, είμαι κακόκεφος ή πολύ λυπημένος. είναι όλα μαύρα (κι άραχνα), για άσχημη κατάσταση. ~ κι άραχνος*. τα βλέπω όλα μαύρα, για απαισιόδοξη θεώρηση. || (λαϊκότρ., για πρόσ.) δυστυχισμένος: Ο ~ ραγιάς. || (ως ουσ.): Έπαθε πολλά ο ~. 2. που είναι ή θεωρείται: α. κακής ποιότητας: Mαύρο διάβασμα κάνεις μ΄ αυτό το θόρυβο. β. μυστικός, παράνομος ή γενικά απαγορευμένος: H μαύρη αγορά και ως ουσ. η μαύρη, για παράνομη αγοραπωλησία που γίνεται σε έκτακτες περιστάσεις και με τιμή πολύ διαφορετική από τη νόμιμη: Σε ορισμένες βαλκανικές χώρες ανθίζει η μαύρη αγορά. Tο αγόρασα στη μαύ ρη. (έκφρ.) μαύρη μαγεία, που χρησιμοποιεί τα πνεύματα, ιδίως τα κακοποιά. ANT λευκή. μαύρη γη*. ΦΡ ~ πίνακας, ο μαυροπίνακας2. μαύρη λίστα*. (γράφω κπ. στα) μαύρα κατάστιχα, τον κατατάσσω στους εχθρούς μου, στους αντιπάλους μου κτλ.
μαυρούλης -α -ικο YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. I1. [αρχ. ἀμαυρός `σκοτεινός, χωρίς φως΄ > ελνστ. ρ. ἀμαυρ(ῶ) > μαυρῶ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. > ελνστ. μαῦρος (αναδρ. σχημ.)· μαύρ(ος) -ούλης]
- μαυροσκούφης ο [mavroskúfis] Ο11 : (προφ.) στρατιωτικός που υπηρετεί στο όπλο των τεθωρακισμένων και φοράει μαύρο μπερέ.
[μαυρο- + σκούφ(ος) -ης]