Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαόνι το [maóni] Ο44 : ξύλο καλής ποιότητας με καστανοκόκκινο χρώμα: Έπιπλο / επένδυση τοίχων από ~.
[γαλλ. mahogani ίσως με επίδρ. της λ. μαόνια η (< γαλλ. maonia `καλλωπιστικό δενδρύλλιο΄)]