Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαϊμού
3 εγγραφές [1 - 3]
μαϊμού η [maimú] Ο37 : 1. είδος μικρού πιθήκου με μακριά ουρά: Mόλις ο γύφτος χτύπησε το ντέφι, η ~ άρχισε να χορεύει. Είναι κάποιος άσχημος σαν ~. Πρόσωπο σαν της μαϊμούς τον κώλο, πολύ κόκκινο. 2. (μτφ.) α. για παιδί, ιδίως κορίτσι, έξυπνο και χαριτωμένο: Είσαι μια ~ εσύ· όλα τα ξέρεις! β. για πονηρό ή κακό άνθρωπο: Δε θέλω να έχω σχέσεις μ΄ αυτή τη ~. γ. για κακή και παράνομη απομίμηση βιομηχανικού προϊόντος: Aυτοκίνητο / ρολόι ~. μαϊμουδάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2α. μαϊμουδίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2α.

[μσν. μαϊμού < αραβ. maymūn (δες και στο -ού 4μαϊμουδ- (μαϊμού) -ίτσα]

μαϊμουδίζω [maimuδízo] Ρ2.1α : μιμούμαι κπ. ή κτ. έτσι ώστε η σχετική ενέργεια να μην έχει προσωπικό χαρακτήρα· πιθηκίζω: Nεόπλουτος που μαϊμουδίζει τη ζωή της αριστοκρατίας. Tο παιδί παίζει μαϊμουδίζοντας τις πράξεις των μεγάλων.

[λόγ. μαϊμουδ- (μαϊμού) -ίζω μτφρδ. γαλλ. singer]

μαϊμούδισμα το [maimúδizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μαϊμουδίζω· πιθηκισμός.

[μαϊμουδισ- (μαϊμουδίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες