Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαντολίνο το [mandolíno] Ο39 : έγχορδο μουσικό όργανο με τέσσερις διπλές χορδές και κυρτό ηχείο, το οποίο παίζεται με πένα: Ο παππούς μου στα νιάτα του έπαιζε ~.
[ιταλ. mando lino]