Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μαγνητίζω [maγnitízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. δίνω σε κτ. μαγνητικές ιδιότητες. 2. (μτφ.) α. προσελκύω έντονα, προκαλώ σε μεγάλο βαθμό την προσοχή ή το ενδιαφέρον κάποιου: Ομορφιά / βλέμμα που μαγνητίζει. Ρήτορας που μαγνητίζει τα πλήθη με την ευγλωττία του. β. υπνωτίζω.
[λόγ. μαγνήτ(ης) -ίζω μτφρδ. γαλλ. magnétiser (< magnétique = μαγνητικός)]