Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέλισσα η [mélisa] Ο27 : 1α. υμενόπτερο έντομο που ζει σε κοινωνίες και παράγει το μέλι και το κερί: Tο κεντρί της μέλισσας. Σμήνος / κοινωνία των μελισσών. Σε κάθε κυψέλη υπάρχει η βασίλισσα, οι θηλυκές μέλισσες (εργάτριες) και οι αρσενικές μέλισσες (κηφήνες). Άνθρωπος εργατικός σαν ~. β. ομαδικό, ιδίως κοριτσίστικο, παιχνίδι, που συνοδεύεται από ορισμένο τραγούδι για τη μέλισσα: Παίζουν τη ~. 2. (λαϊκότρ.) το μελισσοβότανο.
[1: αρχ. μέλισσα· 2: μελισσοβότανο με παράλειψη του β' συνθ.]