Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μάταιος
1 εγγραφή
μάταιος -η -ο [máteos] Ε5 : 1α. που δεν οδηγεί στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα· (πρβ. ανώφελος): ~ κόπος. Mάταιη προσπάθεια. Είναι μάταιο να περιμένεις· δεν πρόκειται να έρθει. β. που δεν έχει αξία ή μονιμότητα: Ο ~ κόσμος. Όλα μάταια είναι σ΄ αυτό τον κόσμο. 2. (ως ουσ.) το μάταιο: α. ανώφελο αποτέλεσμα: Tο μάταιο των προσπαθειών. β. η προσωρινότητα: Tο μάταιο του κόσμου τούτου. 3. που δεν πραγματοποιείται: Mάταιες ελπίδες. μάταια & (λόγ.) ματαίως ΕΠIΡΡ: Προσπάθησα να τον πείσω αλλά ~.

[λόγ. < αρχ. μάταιος, ματαίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες