Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λυγμός
1 item total
λυγμός ο [liγmós] Ο17 : απότομη σύσπαση των μυών του λάρυγγα και του στήθους, συνήθ. σε παρατεταμένο κλάμα, σε θρήνο· αναφιλητό: Έκλαιγε με / ξέσπασε σε λυγμούς. ΦΡ αναλύομαι σε λυγμούς, αρχίζω να κλαίω, ξεσπώ σε λυγμούς.

[λόγ. < ελνστ. λυγμός, αρχ. σημ.: `λόξιγκας΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go