Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λοξός -ή -ό [loksós] Ε1 : 1. που δεν είναι ευθύς ή όρθιος, που σε σχέση με μια ευθεία σχηματίζει οξεία γωνία· πλάγιος: Άφησα την κεντρική οδό και μπήκα σ΄ ένα λοξό δρομάκι. Tράβηξα μια λοξή γραμμή. Λοξή φάλαγγα*. || Λοξή ματιά, λοξό βλέμμα, κοίταγμα με την άκρη του ματιού· και ως ένδειξη καχυποψίας, φθόνου, εχθρότητας, θυμού: Tου ΄ριξε μια λοξή ματιά, σκέτο φαρμάκι. 2. (μτφ.) που έχει ιδιόρρυθμες αντιλήψεις ή αποκλίνουσα συμπεριφορά σε σχέση με αυτό που θεωρείται ως φυσιολογικό, κανονικό· ανισόρροπος, παλαβός: Mην τον παρεξηγείς, είναι λιγάκι ~. || (ως ουσ.) ο λοξός, ο ιδιόρρυθμος, ο ανισόρροπος, ο παλαβός.
λοξά & (λόγ.) λοξώς ΕΠIΡΡ: Tον κοίταξε ~. Λοξώς αριστερά. [αρχ. λοξός· λόγ. λοξ(ός) -ώς]