Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λογιστής ο [lojistís] Ο7 θηλ. λογίστρια [lojístria] Ο27 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την τήρηση των λογιστικών βιβλίων δημόσιας ή ιδιωτικής επιχείρησης ή άλλου οργανισμού: Zητείται διπλωματούχος λογίστρια για ιδιωτική επιχείρηση. Σχολή λογιστών διετούς φοιτήσεως. Ορκωτός* ~.
[λόγ. < αρχ. λογιστής `αυτός που υπολογίζει, ελεγκτής΄ σημδ. γαλλ. comptable· λόγ. λογισ(τής) -τρια]