Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λιώνω [lóno] Ρ1α μππ. λιωμένος : 1. μεταβάλλω κτ. στερεό σε υγρό (συνήθ. θερμαίνοντας ή διαλύοντάς το)· τήκω, διαλύω: ~ το μολύβι / το χρυσό / το κερί / το βούτυρο / τη ζάχαρη. Tόσο δυνατή ήταν η φωτιά, που έλιωσε ακόμα και τα μέταλλα. Περιχύνουμε το γλύκισμα με λιωμένη σοκολάτα και το σερβίρουμε. || Έλιωσαν τα χιόνια. Φάε το παγωτό σου πριν λιώσει. 2. πολτοποιώ κτ. συνθλίβοντάς το: Έβρασα τις πατάτες και τις έλιωσα με το πιρούνι για τον πουρέ. || Οι πατάτες έλιωσαν από το πολύ βράσιμο. 3. παραμορφώνω κπ. ή κτ. τελείως, μεταβάλλω σε άμορφη μάζα: Tον πάτησε το φορτηγό και τον έλιωσε. Aν σε πιάσω, θα σε λιώσω. ΦΡ ~ κπ. στο ξύλο, τον δέρνω πολύ, τον παραμορφώνω. 4. φθείρω, καταστρέφω κτ. τρίβοντάς το, χρησιμοποιώντας το συχνά: Δεν αγοράζει καινούρια ρούχα, αν δε λιώσει αυτά που φοράει. Ο γιος μου λιώνει τρία ζευγάρια παπούτσια το χρόνο. || Έλιωσαν τα ρούχα / τα παπούτσια. 5. (οικ.) (για το χώμα, τον τάφο) αποσυνθέτω πτώμα: Mια μέρα θα μας λιώσει όλους το χώμα, θα πεθάνουμε. || Πέντε χρόνια θαμμένος κι ακόμα δεν έλιωσε. 6. (μτφ.) φθείρω, καταβάλλω, συντρίβω σωματικά και ψυχικά, μαραζώνω: Tην έλιωνε ο πόνος / ο καημός για το θάνατο του γιου της. Tον λιώνει ο έρωτάς του γι΄ αυτήν. || Έλιωνε από τη λύπη / τον έρωτα / το μαράζι / τον καημό / την αρρώστια. (έκφρ.) λιώνει σαν κερί*. ΦΡ λιώνει ο πάγος: α. αποκαθίστανται σχέσεις που διακόπηκαν: Έλιωσαν οι πάγοι στις σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών. β. θερμαίνω μια ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζεται από ψυχρότητα, αμηχανία: Είπα δυο τρία αστεία για να λιώσει ο πάγος.
[μσν. λιώνω < ελνστ. λει(ῶ) `κάνω κτ. λείο΄ (< λεῖος) -ώνω (ορθογρ. απλοπ.)]