Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ληστής ο [listís] Ο7 : (πρβ. κλέφτης) 1. αυτός που διαπράττει ληστείες: Οι ληστές του ταμιευτηρίου είχαν σκεπασμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες. 2. (μτφ.) αυτός που πραγματοποιεί υπερβολικά υψηλά κέρδη σε βάρος άλλων, αισχροκερδής: Aυτοί δεν είναι έμποροι, είναι ληστές. || Ο ~ με το ένα χέρι, είδος μηχανικού τυχερού παιχνιδιού που λειτουργεί με κέρματα· κουλοχέρης. 3. (ιστ.) για κακοποιούς που ζούσαν στα βουνά και, οργανωμένοι σε συμμορίες, έκλεβαν τους ταξιδιώτες ή έκαναν απαγωγές και ζητούσαν λύτρα.
[λόγ. < αρχ. λFηστής]