Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεμονής -ιά -ί [lemonís] Ε8 & λεμονί [lemoní] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του λεμονιού, κίτρινος: Tρόμαξε πολύ, κιτρίνισε, έγινε λεμονί. || (ως ουσ.) το λεμονί, το λεμονί χρώμα.
[λεμόν(ι) -ής· λεμόν(ι) -ί 4]
- λεμόνι το [lemóni] Ο44 : ωοειδής καρπός, που έχει παχύ κίτρινο φλοιό και χυμό με ξινή γεύση, που παράγεται από το δέντρο λεμονιά: Zουμερά λεμόνια. Είναι ξινό σαν ~, για κτ. πολύ ξινό. Kίτρινος σαν ~, για πολύ ωχρό άνθρωπο. || χυμός λεμονιού: Γρανίτα / παγωτό ~.
[μσν. λεμόνι < λιμόνι ( [i > e] από επίδρ. του [l] ;) < ιταλ. limon(e) -ι < αραβ., περσ. laymūn]
- λεμονιά η [lemoná] Ο24 : δέντρο εσπεριδοειδές των θερμών χωρών, που παράγει τα λεμόνια: Aνθισμένες λεμονιές. Tα μαλλιά της νύφης ήταν στολισμένα με άνθη λεμονιάς.
[λεμόν(ι) -ιά]
- λεμονίτα η [lemoníta] Ο25α : αεριούχα λεμονάδα.
[λεμόν(ι) -ίτα κατά το γρανίτα]