Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λεβέντης ο [levéndis] Ο10 γεν. πληθ. λεβέντηδων θηλ. λεβέντισσα [levé n disa] Ο27 : 1. αρρενωπός, γεροδεμένος άντρας, ιδίως νέος με ωραίο παράστημα: H μάνα καμαρώνει το λεβέντη της. Ένας ~ μέχρι εκεί πάνω. 2. αυτός που τον χαρακτηρίζει η γενναιότητα, η τόλμη, η ανδρεία· παλικάρι: Ο Έλληνας φαντάρος, ο ~ αυτός που πολέμησε στα χιόνια της Πίνδου. 3. ο ντόμπρος, ευθύς χαρακτήρας, ο μεγαλόκαρδος και αρχοντικός στους τρόπους και στη συμπεριφορά: Tον εμπιστεύομαι / τον εκτιμώ απεριόριστα, είναι ~ σ΄ όλα του. || (ως προσφών.): Γεια σου, λεβέντη μου! ΠAΡ ΦΡ (ειρ.) της φυλακής* τα σίδερα είναι για τους λεβέντες.
[τουρκ. levend `όμορφος, δυνατός νεαρός΄ (από τα περσ.) -ης· λεβέντ(ης) -ισσα]