Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λαούτο
1 item total
λαούτο το [laúto] & λαγούτο το [laγúto] Ο39 : είδος αχλαδόσχημου έγχορδου μουσικού οργάνου: Ο γύφτος άρχισε να παίζει το ~ του.

[βεν. lauto < αραβ. al ūd· ανάπτ. μεσοφ. [γ] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go