Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: λέσχη
1 item total
λέσχη η [lésxi] Ο30 : 1. χώρος όπου συγκεντρώνονται, συχνάζουν πρόσωπα συνδεδεμένα με κάποια κοινά ενδιαφέροντα ή συμφέροντα και αναπτύσσουν κοινές δραστηριότητες: ~ δημόσιων υπαλλήλων / συνταξιούχων / φίλων της θάλασσας. ~ αυτοκινητιστών / μοτοσικλετιστών. Πολιτιστική / εργατική ~. Στρατιωτική ~. Λέσχη Aξιωματικών Φρουράς Θεσσαλονίκης. Φοιτητική ~, ο χώρος, το κτίριο όπου σιτίζονται και πραγματοποιούν εκδηλώσεις οι φοιτητές. || Xαρτοπαικτική ~. Όσα βγάζει απ΄ τη δουλειά του τα τρώει στις λέσχες. 2. το σύνολο των προσώπων που αποτελούν τη λέσχη1: H ~ των ποδηλατιστών διοργανώνει διήμερη εκδρομή. H ~ μας έχει πλούσια δραστηριότητα.

[λόγ. < αρχ. λέσχη `δημόσιο κτίριο για συγκεντρώσεις΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go