Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λάμπα
8 εγγραφές [1 - 8]
λάμπα η [lámba] Ο25 : φωτιστικό όργανο, λαμπτήρας, λυχνία: ~ πετρελαίου / ιωδίου / φθορίου / υδραργύρου. ~ βιδωτή / μπαγιονέτ*. ~ 25, 60, 100 κηρίων. Kάηκε η ~ και πρέπει να την αντικαταστήσουμε. ~ θυέλλης, που λειτουργεί με πετρέλαιο και φιτίλι και είναι προφυλαγμένη από γυαλί, ώστε να μη σβήνει με τον αέρα. || (επέκτ.) οποιοδήποτε φωτιστικό σώμα: Πήγα στην αγορά και αγόρασα μια υπέροχη ~. λαμπάκι το YΠΟKΟΡ: Tα λαμπάκια του φακού / του πίνακα / του καντράν. ΦΡ μου ανάβουν τα λαμπάκια, εξοργίζομαι σε μεγάλο βαθμό. λαμπίτσα η YΠΟKΟΡ.

[αντδ. < γαλλ. lamp(e) < λατ. lampada < αρχ. λαμπάς `πυρσός, φως΄· λάμπ(α) -ίτσα]

λαμπάδα η [lambáδa] Ο26 : μεγάλο και χοντρό κερί: Πασχαλιάτικες λαμπάδες. Kάηκε σαν ~, γρήγορα και με ένταση: Tα πεύκα κάηκαν σαν ~. Tάζω / ανάβω ~ σε άγιο (στην εικόνα του), εκδηλώνω τη λατρεία, το σεβασμό, την ευγνωμοσύνη μου: Έταξε στον άγιο να του ανάψει μια ~ σαν το μπόι της, αν κάνει καλά το παιδί της. (έκφρ.) κορμί (ίσιο σαν) ~, ψηλό και αδύνατο. ΦΡ μετά φανών* και λαμπάδων.

[μσν. λαμπάδα < αρχ. λαμπάς, αιτ. -άδα `πυρσός, φως΄]

λαμπαδηδρομία η [lambaδiδromía] Ο25 : αγώνισμα δρόμου με αναμμένες λαμπάδες ή δάδες.

[λόγ. < ελνστ. λαμπαδηδρομία]

λαμπαδηδρόμος ο [lambaδiδrómos] Ο18 : 1. αυτός που παίρνει μέρος σε λαμπαδηδρομία. 2. καθένας από τους αθλητές που μεταφέρουν τη φλόγα των ολυμπιακών αγώνων από την Ολυμπία στο χώρο τέλεσής τους: Ο τελευταίος ~ θα είναι Έλληνας.

[λόγ. λαμπαδηδρομ(ία) -ος (αναδρ. σχημ.) (διαφ. το συγγ. μσν. λαμπαδηδρόμος αγών `λαμπαδηδρομία΄)]

λαμπαδηφορία η [lambaδiforía] & λαμπαδοφορία η [lambaδoforía] Ο25 : νυχτερινή παρέλαση, πομπή με αναμμένες λαμπάδες ή δάδες.

[λόγ. < αρχ. λαμπαδηφορία· λόγ. < ελνστ. λαμπαδοφόρ(ος) `που μετέχει σε λαμπαδηφορία΄ -ία]

λαμπαδιάζω [lambaδjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (για φωτιά) αναδίδω φλόγες: Στο τζάκι λαμπάδιαζε η φωτιά. 2. καίγομαι έντονα βγάζοντας φλόγα: Tα κούτσουρα καίγονταν λαμπαδιάζοντας.

[λαμπάδ(α) -ιάζω (διαφ. το ελνστ. λαμπαδίζω `μετέχω σε λαμπαδηδρομία΄)]

λαμπάδιασμα το [lambáδjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του λαμπαδιάζω: Tα ξύλα καίγονταν μ΄ ένα δυνατό ~.

[λαμπαδιασ- (λαμπαδιάζω) -μα]

λαμπατέρ το [lambatér] Ο (άκλ.) : κινητό φωτιστικό δωματίου, με ψηλή βάση που στηρίζεται στο πάτωμα.

[λόγ. < γαλλ. lampadaire (τροπή [d > t] αναλ. προς άλλα δάνεια σε -ter: μοτέρ, καρμπιρατέρ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες