Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κόψη
1 εγγραφή
κόψη η [kópsi] Ο31 : η ακμή ενός κοπτικού οργάνου, ενός εργαλείου κοπής: H ~ του σπαθιού. ΦΡ (βρίσκεται) στην ~ του ξυραφιού*.

[μσν. κόψις < κοπ- (κόβω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες