Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόρη 1 η [kóri] Ο30 : I1. το θηλυκό παιδί σε σχέση με τους γονείς και σε αντιδιαστολή προς το αρσενικό· κορίτσι1: Έχει ένα γιο και μια ~. Παντρεύει την ~ του. Οι σχέσεις μητέρας και κόρης είναι τεταμένες. || (παρωχ.) νεαρή γυναίκα ανύπαντρη και παρθένα: Δεν είναι πια ~. 2. (αρχαιολ.) γυναικείο άγαλμα της αρχαϊκής εποχής που παρίστανε θεά ή θνητή ντυμένη, όρθια και σε μετωπική στάση. II. (μυθ.) Kόρη, η Περσεφόνη, κόρη της θεάς Δήμητρας.
κορούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I1. [I1: αρχ. κόρη· Ι2: λόγ. < γαλλ. coré ή γερμ. Kore (στη νέα σημ.) < αρχ. κόρη· ΙΙ: λόγ. < αρχ. κόρη· κόρ(η) -ούλα]
- κόρη 2 η : (ανατ.) το άνοιγμα της ίριδας του ματιού, μέσα από το οποίο περνούν οι φωτεινές ακτίνες. ΦΡ ως κόρη(ν) οφθαλμού, για κτ. το οποίο θεωρούμε εξαιρετικά πολύτιμο και αγαπητό και γι΄ αυτό το προσέχουμε ιδιαίτερα.
[αρχ. κόρη (επειδή φαίνεται μέσα μια μικρή εικόνα σαν κοριτσιού)]