Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κωδωνοστάσιο
1 εγγραφή
κωδωνοστάσιο το [koδonostásio] Ο40 : (λόγ.) καμπαναριό.

[λόγ. κωδων- (δες κώδωνας) -ο- + -στάσιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες