Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κυοφορία
1 εγγραφή
κυοφορία η [kioforía] Ο25 : 1. το σύνολο των διεργασιών που συντελούνται στο θηλυκό θηλαστικό ζώο κατά την ανάπτυξη του εμβρύου μέσα στη μήτρα μετά τη σύλληψη, καθώς και ο χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα στη σύλληψη και στον τοκετό, κυρίως ως όρος της ζωολογίας. 2. (μτφ.) περίοδος κατά την οποία γίνονται διάφορες διεργασίες οι οποίες προετοιμάζουν την εμφάνιση ενός πράγματος, τη λήψη μιας απόφασης κτλ.

[λόγ.: 1: ελνστ. κυοφορία· 2: σημδ. γαλλ. gestation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες