Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυανός -ή -ό [kianós] Ε1 : (λόγ.) γαλάζιος. || (ως ουσ.) το κυανό, το κυανό χρώμα.
[λόγ. < αρχ. κυαν(οῦς) `σκούρος μπλε΄ μεταπλ. -ός κατά τα άλλα επίθ. για προσαρμ. στη δημοτ. (πρβ. και μσν. κυανός)]