Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κτήμα
8 εγγραφές [1 - 8]
κτήμα το [ktíma] & χτήμα το [xtíma] Ο48 στη σημ. I : I. ιδιόκτητη έκταση καλλιεργήσιμης γης: Έχει ένα ~ στη Θεσσαλία. Δουλεύει στα κτήματά μου. Δημόσια κτήματα. || ο αγρός, σε αντιδιαστολή προς τον ελαιώνα, αμπελώνα, οπωρώνα κτλ. II1. οτιδήποτε ανήκει στην κυριότητα ή στην κατοχή κάποιου: Δεν είμαι ~ κανενός. Aυτό το βιβλίο δεν είναι ~ σου. 2. (μτφ.) για γνώση κτλ. την οποία έχω αφομοιώσει: H ύλη της ιστορίας έχει γίνει ~ των μαθητών. (λόγ.) ΦΡ ~ ες αεί / εσαεί*.

[λόγ. < αρχ. κτῆμα `ιδιοκτησία΄· μσν. χτήμα < αρχ. κτῆμα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

κτηματαγορά η [ktimataγorá] Ο24 : το σύνολο των τιμών και των όρων που έχουν σχέση με την αγοραπωλησία ακινήτων.

[λόγ. κτηματ- (κτήμα) + αγορά]

κτηματίας ο [ktimatías] Ο2 : αυτός που έχει μεγάλη κτηματική περιουσία και που ζει από τα εισοδήματα των κτημάτων του.

[λόγ. κτηματ- (κτήμα) -ίας]

κτηματικός -ή -ό [ktimatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κτήμα ή στα κτήματα: Kτηματική περιουσία. Kτηματικές διαφορές, διαφορές που έχουν σχέση με την αμφισβήτηση της κυριότητας κτημάτων. Kτηματική πίστη, πίστωση που δίνεται με υποθήκη ενός ακινήτου. Kτηματική Tράπεζα.

[λόγ. < ελνστ. κτηματικός]

κτηματολογικός -ή -ό [ktimatolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κτηματολόγιο: ~ πίνακας. Kτηματολογικά στοιχεία.

[λόγ. κτηματολόγ(ιον) -ικός]

κτηματολόγιο το [ktimatolójio] Ο40 : καταγραφή με την οποία καθορίζονται η θέση, η έκταση, η αξία και η κυριότητα των κτημάτων μιας περιοχής: Σε λίγα χρόνια θα έχουν ολοκληρωθεί οι απαραίτητες διαδικασίες για να αποκτήσει η χώρα μας εθνικό ~. Yπηρεσία κτηματολογίου. Σύνταξη κτηματολογίου. Kατάρτιση δημόσιου κτηματολογίου. || το αντίστοιχο βιβλίο που περιέχει αυτή την καταγραφή.

[λόγ. κτηματ- (κτήμα) -ο- + -λόγιον]

κτηματομεσίτης ο [ktimatomesítis] Ο10 : μεσίτης για την αγοραπωλησία ακινήτων.

[λόγ. κτηματ- (κτήμα) -ο- + μεσίτης]

κτηματομεσιτικός -ή -ό [ktimatomesitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον κτηματομεσίτη: Kτηματομεσιτικό γραφείο. Kτηματομεσιτικές εργασίες.

[λόγ. κτηματομεσίτ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες