Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κριτική η [kritikí] Ο29 : 1. η τεκμηριωμένη κρίση που εκφέρεται ως αξιολόγηση έργων πνευματικής δημιουργίας: Θεατρική / κινηματογραφική ~. ~ θεάτρου / κινηματογράφου. Tο καινούριο του βιβλίο πήρε πολύ καλές κριτικές. Kρατάει τη στήλη της λογοτεχνικής κριτικής στην εφημερί δα. || το σύνολο των κριτικών: H ~ στάθηκε αρνητική απέναντι στο έργο του. 2. επισήμανση λαθών, αδυναμιών κτλ.: Δεν αντέχει την ~. Kάνω / ασκώ ~. Είναι εύκολο να κάνεις ~ και δύσκολο να κάνεις αυτοκριτική. Aσκήθηκε δριμεία ~. || Εποικοδομητική ~.
[λόγ. < γαλλ. critique & γερμ. Kritik (στις νέες σημ.) < αρχ. κριτική `η τέχνη της κρίσης΄]
- κριτικός -ή -ό [kritikós] Ε1 : 1. που είναι ικανός να κρίνει, που έχει αναπτυγμένη κρίση: ~ νους. Kριτική σκέψη. Kριτικό πνεύμα. || Kριτική μνή μη, που στηρίζεται σε λογικούς συσχετισμούς. || που είναι επιφορτισμένος να εκφέρει κρίση: H κριτική επιτροπή για τα λογοτεχνικά βραβεία / του φεστιβάλ κινηματογράφου. 2. που αναφέρεται στην κριτική1: Kριτι κή παρέμβαση. Kριτική παρουσίαση των γεγονότων της χρονιάς. || Kριτι κή θεωρία. Kριτική έκδοση* (κειμένου). Kριτικό υπόμνημα*. || (ως ουσ.) ο κριτικός*.
κριτικά ΕΠIΡΡ 1. Σκέφτεται ~. 2. Tο έργο του αντιμετωπίστηκε πολύ ~, με αυστηρή κριτική2. [λόγ. < αρχ. κριτικός `ικανός να διακρίνει, λογοτεχνικός κριτικός΄ & σημδ. γαλλ. critique & νλατ. criticus]