Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουνέλι το [kunéli] Ο44 : μικρόσωμο φυτοφάγο θηλαστικό με μακριά αυτιά, που συγγενεύει με το λαγό, χαρακτηρίζεται από υπεργεννητικότητα και εκτρέφεται για το κρέας του: Tρύπα / φωλιά / κλουβί κουνελιών. ~ στιφάδο.
κουνελάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρό κουνέλι. 2. (μτφ.) νεαρή όμορφη κοπέλα, συνήθ. σερβιτόρα σε μπαρ ή κέντρο διασκεδάσεως, ντυμένη ιδιαίτερα προκλητικά. [μσν. κουνέλι < ιταλ. (διαλεκτ.) cunelo, πληθ. cuneli που θεωρήθηκε ουδ. εν.]