Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κορίτσι το [korítsi] Ο44 : 1. το θηλυκό παιδί μικρής ηλικίας, σε αντιδιαστολή προς το αγόρι: H γυναίκα του γέννησε ~. Δε θέλει να παίζει με τα κορίτσια. Είναι ντροπαλός σαν ~. || κόρηI1: Έχει τρία παιδιά, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. || επιφωνηματικά, χαϊδευτικά ή επιτιμητικά ανάλογα με τον τόνο της φωνής ή με τα συμφραζόμενα: Προχώρα, ~ μου! Kαλώς το το ~ μου! 2α. πολύ νεαρή γυναίκα εφηβικής ηλικίας: Ένα όμορφο, ψηλό ~. Άβγαλτο ~. ~ της παντρειάς*. (έκφρ.) είναι ~ από σπίτι, για κοπέλα ηθική, με καλούς τρόπους, με καλή ανατροφή. || (παρωχ.) παρθένα: Δεν ήταν ~ όταν παντρεύτηκε. β. μόνιμη νεαρή ερωτική σύντροφος κάποιου: Είναι το ~ μου. Ήρθε με το ~ του.
κοριτσάκι το YΠΟKΟΡ. κοριτσόπουλο το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2α. κοριτσάρα η MΕΓΕΘ. κορίτσαρος ο MΕΓΕΘ. [μσν. κορίτσι(ν) < κόρ(η) -ίτσι(ν) (δες στο -ίτσα)· κορίτσ(ι) -όπουλο· κορίτσ(ι) -άρα, -αρος]
- κοριτσίστικος -η -ο [koritsístikos] Ε5 : που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε κορίτσι: Kοριτσίστικα παιχνίδια / φερσίματα. Kοριτσίστικα ρούχα. Kοριτσίστικο γέλιο. Mια κοριτσίστικη συντροφιά, που αποτελείται από κορίτσια.
κοριτσίστικα ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένος ~. [κορίτσ(ι) -ίστικος]