Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλώνος 1 ο [klónos] Ο18 : κλαδί δέντρου, ιδίως μεγάλο και χοντρό.
[ελνστ. κλῶνος < κλων(ίον) -ος (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: καπρί - κάπρος]
- κλώνος 2 ο : (βιολ.) οργανισμός (ή κύτταρο) που προέρχεται από ένα μόνο άτομο με εργαστηριακές μεθόδους αναπαραγωγής με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημο(ς) με αυτό.
[λόγ. < αγγλ. clone (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. κλῶνος (δες στο κλώνος 1)]