Dictionary of Standard Modern Greek
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
- κλικ το [klík] Ο (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη, συνήθ. από τον ήχο του διακόπτη, όταν ανοίγει ή κλείνει: Aκούστηκε ένα ~. Έκανε ένα ~. || (μτφ.): Aν δε μου κάνει ~ δεν μπορώ να ανταποκριθώ στο φλερτ του, αν δε νιώσω κάτι ιδιαίτερο.
[λόγ. < γαλλ. clic (ηχομιμ.)]
- κλίκα η [klíka] Ο25 : (μειωτ.) ομάδα ανθρώπων που αποτελούν μια στενή παρέα, τα μέλη της οποίας αλληλοϋποστηρίζονται με σκοπό να προωθήσουν μόνο δικά τους συμφέροντα ή απόψεις: Δεν ανήκε ποτέ σε κλίκες.
[γαλλ. cliqu(e) -α]