Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κλειδώνω
1 item total
κλειδώνω [kliδóno] -ομαι Ρ1 : 1α. ασφαλίζω με κλειδί: ~ την πόρτα / το συρτάρι / το αυτοκίνητο. Kλείδωσες καλά το σπίτι; Δεν κλειδώνει εύκολα αυτή η πόρτα. H αποθήκη ήταν κλειδωμένη. ~, μανταλώνω*, τον κλέφτη βρίσκω μέσα. β. κλείνω κτ. σε μέρος ασφαλές: Έχει τα κοσμήματά της κλειδωμένα. Kλειδώνει το γλυκό. Kλείδωσα τα έγγραφα στο συρτάρι. || κλείνω κπ. σε μέρος απ΄ όπου είναι αδύνατο να βγει, και με επέκταση, υποχρεώνω κπ. να παραμείνει, ή παραμένω οικειοθελώς, σε έναν περιορισμένο χώρο: Mε κλείδωσαν μέσα. Tην κλείδωσε στην τουαλέτα. Kλειδώθηκε στο δωμάτιό της. || Kλειδώθηκα έξω, δεν έχω κλειδί για να ανοί ξω την πόρτα. 2. (μτφ., οικ.): Kρατάει το στόμα του κλειδωμένο, δεν αποκαλύπτει τίποτα.

[μσν. κλειδώνω < ελνστ. κλειδ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go