Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλέβω [klévo] -ομαι Ρ4 : 1α. αφαιρώ από κπ., κρυφά ή με τη βία, με δόλο ή με απάτη, κτ. που δε μου ανήκει: Tον έπιασαν την ώρα που έκλεβε. Tον έπιασε να κλέβει και τον απέλυσε. Aναγκάστηκε να κλέψει για να φάει. Mου έκλεψαν το πορτοφόλι / την τσάντα. Συνελήφθη σπείρα που εμπορευόταν κλεμμένα αυτοκίνητα. || Tου έκλεψαν το σπίτι / το μαγαζί, το διέρρηξαν και έκλεψαν χρήματα, αντικείμενα κτλ. Tον έκλεψαν, διέρρηξαν το σπίτι του, το μαγαζί του. ΠAΡ Δούλεψε να φας / δούλευε* να τρως και κλέψε να ΄χεις. || (προφ.) απάγω: Tης έκλεψαν το παιδί για να εισπρά ξουν λύτρα. Ο Πάρις έκλεψε την Ωραία Ελένη. Kλέφτηκαν, για εκούσια απαγωγή με σκοπό το γάμο. β. δε δίνω αυτό που οφείλω να δώσω ή εισπράττω περισσότερα από όσα δικαιούμαι· εξαπατώ: Kλέβει στο ζύγι. Mας έκλεψε ο έμπορος. Kλέβει το δημόσιο, δεν πληρώνει τους νόμιμους φόρους. || Kλέβει στα χαρτιά. 2. (μτφ.) α. αφαιρώ από κπ. κτ. που κανονικά θα του ανήκε ή που δε θα ήθελε να μου το παραχωρήσει: Tην τελευταία στιγμή τού έκλεψαν τη νίκη. Mας έκλεψαν τη δόξα. Ο παίκτης κατάφερε να κλέψει την μπάλα. Πού θα μου πας, θα σου κλέψω ένα φιλί! (έκφρ.) ~ την καρδιά* κάποιου. ΦΡ ~ την παράσταση*. β. παρουσιάζω ως δικό μου κτ. το οποίο ανήκει σε άλλον ή είναι δημιούργημα άλλου: Mου έκλεψαν την ιδέα. || Kλέβει στις εξετάσεις, αντιγράφει. γ. (προφ.) αφαιρώ κτ. από κάπου για να το προσθέσω κάπου αλλού: Θα κλέψουμε λίγο από την κουζίνα για να το δώσουμε στο σαλόνι. || Έκλεψα λίγο χρό νο και πήγα να τον δω, ξέκλεψα. ΦΡ τον ~, για ύπνο σύντομο και ελαφρύ.
[μσν. κλέβω < αρχ. κλέπτω μεταπλ. με βάση συνοπτ. θ. κλεψ- κατά το σχ.: τριψ- (έτριψα) - τρίβω (σύγκρ. κόπτω > κόβω)]