Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλιά
1 εγγραφή
κεφαλιά η [kefaá] Ο24 : χτύπημα με το κεφάλι. || στο ποδόσφαιρο, το χτύπημα της μπάλας με το κεφάλι: Mε μια έξοχη ~ κάρφωσε την μπάλα στα δίχτυα. ~ ψαράκι, όταν η κεφαλιά γίνεται με σύγχρονη εκτίναξη του παίχτη προς τα εμπρός και χαμηλά.

[κεφάλ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες