Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεφαλαιοκρατία
1 εγγραφή
κεφαλαιοκρατία η [kefaleokratía] Ο25 : οικονομικό και κοινωνικό σύστημα στο οποίο το ιδιωτικό κεφάλαιο αποτελεί το βασικό παράγοντα της οικονομικής ζωής· ο καπιταλισμός. || το σύνολο των κεφαλαιοκρατών.

[λόγ. κεφαλαιο- + -κρατία απόδ. γαλλ. capitalisme]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες