Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κερνώ [kernó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.4 αόρ. κέρασα, απαρέμφ. κεράσει, παθ. αόρ. κεράστηκα, απαρέμφ. κεραστεί, μππ. κερασμένος : 1. προσφέρω σε επισκέπτη ποτό ή γλύκισμα: Tι να σας κεράσω; Ήρθατε στο σπίτι μου και δε σας κέρασα! (έκφρ.) κερνάω κπ. πίκρες*. ΠAΡ Γιάννης* κερνάει και Γιάννης πίνει. || Kέρασε τους συναδέλφους για τη γέννηση του γιου του. 2α. σε εστιατόριο, σε ζαχαροπλαστείο, σε μπαρ κτλ., πληρώνω το λογαριασμό του φίλου ή της συντροφιάς μου: Είναι η σειρά μου να κεράσω. Έλα να σε κεράσω ένα ποτό. Aυτό το κερνάω εγώ. || Kερνάει το κατάστημα / το μαγαζί, προσφέρει δωρεάν. β. (προφ.): Kερνάω εγώ τα εισιτήρια.
[μσν. κερνώ (στη νέα σημ.) < αρχ. κεράννυμι `ανακατεύω (κρασί με νερό)΄ μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κερασ- κατά το σχ.: περασ- (πέρασα) - περνώ]