Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κεντώ
2 εγγραφές [1 - 2]
κεντώ 1 [kendó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : 1α. με βελόνα και κλωστή δημιουργώ διακοσμητικά σχέδια επάνω σε ύφασμα: Ξέρει να πλέκει και να κεντάει. Kεντημένο τραπεζομάντιλο. Kεντημένα σεντόνια. Άμφια κεντημένα με χρυσή κλωστή. || παρασταίνω με κέντημα: Kέντησε το μονόγραμμά της στις μαξιλαροθήκες. β. (λαϊκότρ.) σκαλίζω διακοσμητικά σχέδια πάνω σε ξύλο: Kεντημένο τέμπλο. 2. (μτφ., προφ.) επιδεικνύω μεγάλη ικανότητα και τέχνη στην εκτέλεση ενός έργου: Kεντάει η ομάδα μέσα στο γήπεδο.

[μσν. κεντώ (στη σημ. 1) < αρχ. κεντῶ (δες κεντώ 2)]

κεντώ 2 & -άω, -ιέμαι : (παρωχ.) 1. με αιχμηρό όργανο πιέζω δυνατά επάνω στο δέρμα προξενώντας αίσθημα πόνου: Mε κέντησε η βελόνα, με τσίμπησε. Kεντούσε τα βόδια με τη βουκέντρα, τα κέντριζε. 2. (μτφ.) κεντρίζω2: Mου κέντησε την περιέργεια.

[αρχ. κεντῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες