Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατασκηνώνω [kataskinóno] Ρ1α : στήνω σκηνή για προσωρινή συνήθ. εγκατάσταση: Οι ορειβάτες κατασκήνωσαν στους πρόποδες του βουνού. Tσιγγάνοι έχουν κατασκηνώσει έξω από την πόλη.
[λόγ. < αρχ. κατασκην(ῶ) -ώνω]