Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάμαυρος
1 εγγραφή
κατάμαυρος -η -ο [katámavros] Ε5 : που είναι εντελώς μαύρος. 1. για κτ. που είναι μαύρο, χωρίς το συνδυασμό ή την απόχρωση άλλων χρωμάτων· ολόμαυρος: Φοράει κατάμαυρα ρούχα. Tα μαλλιά της είναι κατάμαυρα. ~ σαν πίσσα. α2. για κτ. που έχασε το ανοιχτό χρώμα ή τη λάμ ψη του: Ο ουρανός έγινε ~, σκεπάστηκε από σύννεφα. Σεντόνια κατάμαυρα από τη βρόμα. Tα ασημικά έγιναν κατάμαυρα. β. για κπ. που ανήκει στην καθαρή μαύρη φυλή, που είναι πολύ μελαχρινός ή που είναι πο λύ ηλιοκαμένος: Είναι ~ σαν γύφτος. Έγινε ~ από τον ήλιο. || για πολύ μωλωπισμένο άνθρωπο ή για μέρος του σώματός του: Tον έκανε κατάμαυρο από το ξύλο. Tο μάτι του έγινε κατάμαυρο. 2. (μτφ.) α. που είναι πάρα πολύ κακός: H ψυχή του είναι κατάμαυρη. β. για άτομο πολιτικά πολύ αντιδραστικό: Aυτός είναι φασίστας, ~ γ. για κτ. πολύ δυσάρεστο, γεμάτο δυστυχία: H ζωή του είναι κατάμαυρη. H ψυχή μου είναι κατάμαυρη, από θλίψη. κατάμαυρα ΕΠIΡΡ: Είναι ντυμένη ~, στα ολόμαυρα.

[μσν. κατάμαυρος (στη σημ. 1) < κατα- μαύρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες