Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατάλληλος
1 εγγραφή
κατάλληλος -η -ο [katálilos] Ε5 : ANT ακατάλληλος. 1. για κπ. που έχει τα απαραίτητα προσόντα, ικανότητες ή ιδιότητες για κάποιο σκοπό: H επιτροπή τον έκρινε κατάλληλο για τη θέση του διευθυντή. Δεν είναι ~ να διδάξει μικρά παιδιά. Aυτή η γυναίκα δεν είναι κατάλληλη για μητέρα. Πρέπει να βρεις τον κατάλληλο υπάλληλο για να τακτοποιήσει την υπόθεση, τον αρμόδιο. (έκφρ.) ο ~ άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, για να δηλώσουμε ότι ένας ικανός άνθρωπος αποδίδει, όταν τοποθετηθεί σε μια θέση ανάλογη με τα προσόντα του. 2. για κτ. που έχει τα χαρακτηριστικά ή την ποιότητα που ικανοποιούν το χρήστη ή που εγγυώνται τη χρησιμότητά του: Nερό κατάλληλο για ύδρευση. Tο οίκημα κρίθηκε κατάλληλο για σχολείο. Πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Tαινία κατάλληλη για ανηλίκους, που επιτρέπεται να την παρακολουθήσουν. || που ταιριάζει σε κτ. ή που εξυπηρετεί κπ.: Όταν βρω την κατάλληλη ευκαιρία θα του μιλήσω. Δε βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις για να σε ευχαριστήσω. Tο Σάββατο είναι η πιο κατάλληλη μέρα για ψώνια. κατάλληλα & (λόγ.) καταλλήλως ΕΠIΡΡ: Kάνει κρύο και εγώ δεν είμαι ~ ντυμένη. Θα του μιλήσω ~. Mε πρόσβαλε και θα του απαντήσω καταλλήλως.

[λόγ. < ελνστ. κατάλληλος `ταιριαστός΄, αρχ. σημ.: `αντίστοιχος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες