Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καναπές ο [kanapés] Ο13 : βαθύ κάθισμα με ράχη και με μπράτσα, καλυμμένο συνήθ. με ταπετσαρία, για δύο ή για περισσότερα άτομα: Διθέσιος / τριθέσιος / τετραθέσιος ~. Tο σαλόνι έναν τριθέσιο καναπέ και δύο πολυθρόνες. Γωνιακός ~. ~ κρεβάτι, πτυσσόμενο κρεβάτι που χρησιμοποιείται και ως καναπές.
καναπεδάκι το YΠΟKΟΡ. [αντδ. < γαλλ. canapὐ (στη νέα σημ.) -ς < μσνλατ. canapeum < λατ. conopeum ( [-nopé-] ) < conopeum ( [-nópe-] ) < ελνστ. κωνώπιον `ντιβάνι με κουνουπιέρα΄]