Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καμικάζι ο [kamikázi] Ο (άκλ.) : 1. Iάπωνας πιλότος, στο β' παγκόσμιο πόλεμο, που έριχνε το γεμάτο εκρηκτικές ύλες αεροπλάνο, το οποίο οδηγούσε εθελοντικά, επάνω στον εχθρικό στόχο, βρίσκοντας ταυτόχρονα και ο ίδιος το θάνατο. 2. χαρακτηρισμός ατόμου που οδηγεί αυτοκίνητο ή δίκυκλο με πολύ ριψοκίνδυνο τρόπο: Οι ~ της ασφάλτου.
[λόγ. < αγγλ. kamikaze (προφ. [-zī] ) από τα ιαπων. (αρχική σημ.: `θεϊκός άνεμος΄ που βούλιαξε τα καράβια των Kινέζων εισβολέων το μεσαίωνα)]