Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλλιεργώ
1 εγγραφή
καλλιεργώ [kalierγó] -ούμαι Ρ10.9 : I1. εκτελώ ένα σύνολο γεωργικών εργασιών που έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή φυτικών προϊόντων: Ο γεωργός καλλιεργεί το χωράφι του. Γεωργικές εκτάσεις που καλλιεργούνται με δημητριακά / με καπνά. || εκτελώ τις παραπάνω εργασίες για την παραγωγή ορισμένου φυτού ή είδους φυτών: Φέτος θα καλλιεργήσω πατάτες / καλαμπόκι. Kαλλιεργημένα ραδίκια / μανιτάρια, σε αντιδιαστολή προς τα αυτοφυή. 2α. (βιολ.) κάνω καλλιέργεια μικροοργανισμών. β. ~ μαργαριτάρια, τα αναπτύσσω τεχνητά μέσα σε όστρακα. γ. ασχολούμαι συστηματικά με την εκτροφή διάφορων θαλάσσιων ειδών: ~ μύδια / πέστροφες. II. (μτφ.) 1α. ασχολούμαι με κτ. συστηματικά, με ενδιαφέρον και με επιτυχία: Οι αρχαίοι Έλληνες καλλιέργησαν τις τέχνες και τα γράμματα. Kατά το Mεσαίωνα καλλιεργήθηκε η θεολογία. β. αναπτύσσω τις ικανότητες ή τις ιδιότητες κάποιου ατόμου με την κατάλληλη αγωγή ή άσκηση. || Kαλλιεργημένος άνθρωπος, με γενική μόρφωση, καλή αγωγή, αναπτυγμένη καλαισθησία κτλ. 2. δημιουργώ τις κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί κτ., για να γίνει πιο δυνατό, πιο έντονο: Δεν πρέπει να καλλιεργούμε το μίσος / το φανατισμό. Kαλλιεργήθηκε μια τρυφερή αγάπη ανάμεσα στους δύο νέους. Kαλλιεργήθηκε έντονα η εντύπωση ότι θα γίνει υποτίμηση της δραχμής.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. παθ. καλλιεργοῦμαι `(για χωράφι) `καλά δουλεμένο΄ (μσν. μτχ. οι καλλιεργούντες `αυτοί που πράττουν καλά έργα΄) σημδ. γαλλ. cultiver]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες