Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάτοχος ο [kátoxos] Ο19 θηλ. κάτοχος [kátoxos] Ο36 : 1. αυτός που έχει κτ. στην κατοχή του, στην εξουσία του, που είναι ιδιοκτήτης ενός πράγματος: Είναι ~ μεγάλης περιουσίας. Οι πινακίδες θα επιστραφούν στους κατόχους τους. Ο ~ του IX αυτοκινήτου
Οι κάτοχοι αδειών ταξί. || ~ τριών πτυχίων. || Ο ΠAΟK είναι ~ του τίτλου. 2. αυτός που είναι πολύ καλός γνώστης ενός πράγματος: Είναι ~ τριών ξένων γλωσσών.
[λόγ. < ελνστ. κάτοχος, αρχ. σημ.: `κατεχόμενος΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]