Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κάπου [kápu] επίρρ. : με αόριστη αναφορά σε: 1. τόπο· σε κάποιο σημείο: ~ πήγε / πετάχτηκε. ~ το έχει κρύψει. Πρέπει ~ να βρεθούμε. Πού θα μου πάει· ~ θα τον πετύχω! Xτύπησε ~ στο πόδι. ~ εδώ γύρω / εκεί. ~ στο σπίτι. (έκφρ.) κάποιος, ~, κάποτε*. || με ρήματα ή ρηματικές εκφράσεις που εκφράζουν κίνηση: Mου είπε πως έχει ~ να πάει. ~ πάει, αλλά δεν ξέρουμε πού. || Aπό ~, από κάποιο σημείο: Πιάνομαι / στηρίζομαι από ~. || διέλευση: Πέρασαν από ~. || εκκίνηση: Ξεκινώ / έρχομαι από ~. 2. χρόνο. α. κάποια στιγμή: ~ κουράστηκε να τον ανέχεται. ~ μπούχτισα / βαρέθηκα. β. (με επανάληψη) ~ ~, πότε πότε, μερικές φορές, από καμιά φορά, κάποτε: ~ ~ τηλεφωνιόμαστε / συναντιόμαστε / πηγαίνουμε καμιά βόλτα. || (ειρ.) γι΄ αυτόν που κατά την κρίση του ομιλητή παραμελεί το κύριο έργο του: ~ ~ έρχεται και στο σχολείο / στη δουλειά. ~ ~ μαγειρεύει και κανένα φαΐ, ενώ θα έπρεπε να μαγειρεύει κάθε μέρα. || ~ έχουν δίκιο (και) ~ άδικο, σε κάποιο σημείο, άλλοτε
άλλοτε. 3. (προφ.) τρόπο· κάπως, με κπ. τρόπο: ~ τα κατάφερα και θα πάω διακοπές φέτος. 4. με απόλυτο αριθμητικό για να δηλώσει υπολογισμό κατά προσέγγιση· περίπου: Mου στοίχισε ~ εκατό χιλιάδες. Ήταν συγκεντρωμένοι ~ εκατό φοιτητές. ~ δυο χρόνια πέρασαν από τότε. ~ πέντε χρόνια πριν.
[μσν. κάπου (στις σημ. 1, 2α) < που με προσθήκη του κα- κατά το κά-ποιος και τον. στην προπαραλ. κατά τα άλλα αοριστολογικά: όποιος]
- καπούλι το [kapúli] Ο44 : 1. (οικ., κυρ. πληθ.) τμήμα της ράχης των υποζυγίων, ανάμεσα στη νεφρική χώρα και στο σημείο έκφυσης της ουράς: Tην έβαλε να καθίσει στα καπούλια του αλόγου. Έδωσε του αλόγου του μια στα καπούλια, για να τρέξει. 2. (ειρ., οικ.) προτεταμένα και κατά συνέπεια αντιαισθητικά οπίσθια του ανθρώπινου σώματος, κυρίως του γυναικείου: Περπατάει και κουνάει τα καπούλια της.
[μσν. καπούλι(ο)ν υποκορ. του κάπουλα < *σκάπουλα (αποβ. του σ- από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. [tis-ska > tiska > tis-ka) < πληθ. *σκάπουλαι < λατ. scapulae `ωμοπλάτη ανθρώπου ή ζώου΄]
- καπουτσίνι το [kaputsíni] Ο44 : είδος φυτού που τα λουλούδια του μοιάζουν με χωνάκια· καπουτσίνος 3.
[καπουτσίν(ος) 3 υποκορ. -ι]
- καπουτσίνο ο [kaputsíno] & καπουτσίνο το [kaputsíno] Ο (άκλ.) : είδος καφέ εσπρέσο στον οποίο προσθέτουν κρέμα γάλακτος ή ζεστό γάλα και συχνά και κανέλα.
[ιταλ. cappuccino (από την ομοιότητα του χρώματος με το καπουτσίνος 1) και αρσ. κατά το καφές]
- καπουτσίνος 1 ο [kaputsínos] Ο18 : καθολικός μοναχός που ανήκει στο ομώνυμο τάγμα.
[ιταλ. cappuccino -ς]
- καπουτσίνος 2 ο : είδος πιθήκου.
[λόγ. < καπουτσίνος 1 σημδ. αγγλ. capu chin (< cappuccino), επειδή η κόμη του μοιάζει με κουκούλα]
- καπουτσίνος 3 ο : είδος φυτού που τα λουλούδια του μοιάζουν με χωνάκια· καπουτσίνι.
[ιταλ. cappuccino (υποκορ. του cappuccio `κουκούλα΄) -ς]