Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ιατρός ο [iatrós] Ο17 θηλ. ιατρός [iatrós] Ο34 : (λόγ., επίσ.) γιατρός: ~ ακτινολόγος. Προκήρυξη δύο θέσεων ιατρών ειδικών παθολόγων.
[λόγ. < αρχ. ἰατρός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- ιατρόσημο το [iatrósimo] Ο42 : χαρτόσημο που επικολλάται σε ιατρικά έγγραφα.
[λόγ. ιατρ(ός) -ο- + -σημον κατά το γραμματόσημον]