Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- θυρεός ο [θireós] Ο17 : έμβλημα κράτους, δυναστείας ή παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας συνήθ. σε σχήμα ασπίδας και με διάφορες παραστάσεις: Bασιλικός ~.
[λόγ. < ελνστ. θυρεός (μακρόστενη ασπίδα που μοιάζει με θύρα, όπως το ρωμαϊκό scutum) < αρχ. θυρεός (πέτρα που ακουμπούσαν στην πόρτα) σημδ. γαλλ. écusson (< λατ. scutum)]