Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θαρραλέος
1 εγγραφή
θαρραλέος -α -ο [θaraléos] Ε4 : α. (για πρόσ.) που έχει θάρρος1· τολμηρός, άφοβος, γενναίος. ANT δειλός: ~ στρατιώτης / πολεμιστής. β. (για ενέργεια) που χαρακτηρίζεται από θάρρος1: Θαρραλέα πράξη / απάντηση. θαρραλέα ΕΠIΡΡ: Aντιμετωπίζει ~ τον κίνδυνο / τις δυσκολίες της ζωής.

[λόγ. < αρχ. θαρραλέος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες