Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θίνα
1 item total
θίνα η [θína] Ο25 (συνήθ. πληθ.) : σωρός από άμμο ή αμμόλοφος που σχηματίζεται από τον άνεμο σε ακτή ή σε έρημο.

[λόγ. < αρχ. θίς, αιτ. θῖνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go