Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: θήκη
1 item total
θήκη η [θíki] Ο30 : α. περικάλυμμα που έχει λίγο μεγαλύτερες διαστάσεις και συχνά το ίδιο σχήμα με το αντικείμενο που τοποθετούν για λόγους προστασίας μέσα σ΄ αυτό: H ~ των γυαλιών / του ψαλιδιού / του βιολιού / της ομπρέλας. H ~ του ξίφους, θηκάρι. ~ από δέρμα / ύφασμα / ξύλο / μέταλλο. β. κουτί χωρισμένο συνήθ. σε θέσεις όπου τοποθετούν διάφορα ομοειδή αντικείμενα: ~ για τα μαχαιροπίρουνα / εργαλεία.

[αρχ. θήκη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go